- κόρχορος
- (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά διαδεδομένος σε όλες τις τροπικές περιοχές και ιδιαίτερα στην Ασία. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη· τα πιο σημαντικά από αυτά είναι ο Corchorus olitorius και ο Corchorus capsularis, ο βλαστός των οποίων χρησιμοποιείται για την παραγωγή της γιούτα.
* * *ο (Α κόρχορος και κόρκορος)γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τιλιίδεςαρχ.1. πικρό άγριο λάχανο2. αναγαλλίς*3. (κατά τον Ησύχ.) λίπος4. παροιμ. «κόρχορος ἐν λαχάνοις» — λεγόταν για ανθρώπους που παριστάνουν τους σπουδαίους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ., κατά τα άλλα άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.