κόρχορος

κόρχορος
(Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά διαδεδομένος σε όλες τις τροπικές περιοχές και ιδιαίτερα στην Ασία. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη· τα πιο σημαντικά από αυτά είναι ο Corchorus olitorius και ο Corchorus capsularis, ο βλαστός των οποίων χρησιμοποιείται για την παραγωγή της γιούτα.
* * *
ο (Α κόρχορος και κόρκορος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τιλιίδες
αρχ.
1. πικρό άγριο λάχανο
2. αναγαλλίς*
3. (κατά τον Ησύχ.) λίπος
4. παροιμ. «κόρχορος ἐν λαχάνοις» — λεγόταν για ανθρώπους που παριστάνουν τους σπουδαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ., κατά τα άλλα άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόρχορος — blue pimpernel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορχόρου — κόρχορος blue pimpernel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρχορον — κόρχορος blue pimpernel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρκορος — ο (Α κόρκορος) νεοελλ. είδος αγριολάχανου αρχ. 1. κόρχορος* («κᾆθ ἥψομεν τοῡ κορκόρου, κατασχίσαντες αὐτόν», Αριστοφ.) 2. παροιμ. «κόρκορος ἐν λαχάνοισι» για αναξίους που θέλουν να συγκαταλέγονται μεταξύ τών σπουδαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρχορος] …   Dictionary of Greek

  • ιούτα — και γιούτα και τζούτα, η ετήσιο φυτό τού γένους κόρχορος, καθώς και οι κλωστικές ίνες που εξάγονται από τον βλαστό του και αποτελούν πρώτη ύλη τής κλωστοϋφαντουργίας, από την οποία κατασκευάζονται σάκοι και υφάσματα συσκευασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά …   Dictionary of Greek

  • γιούτα — Φυτικές κλωστικές ίνες. Εξάγονται από τον βλαστό ειδών του γένους κόρχορος. Πρόκειται για ετήσια ποώδη φυτά ύψους άνω των 2 μ. που έχουν κυλινδρικό στέλεχος με ελάχιστους βλαστούς και μακρόστενα φύλλα. Τα μικρά άνθη τους είναι λευκά ή κίτρινα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”